Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

ΤΑ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ ΩΣ ΓΕΦΥΡΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Ομιλία το Παντελή Βίγκα, Εκπροσώπου Μειονοτικών Ιδρυμάτων στη Συνέλευση της Γενικής Δ/νσης Βακουφίων
Στο Συνέδριο «Βιέννη-Κωνσταντινούπολη 2010: Σταυροδρόμια Πολιτισμών και Θρησκειών στην Τουρκία» (Αυστριακό Προξενείο, Νιχώρι, 12 Οκτωβρίου 2010)

Ο ναός του Αγίου Δημητρίου, προστάτη της Θεσσαλονίκης, καθώς και αυτός του Αγίου Γεωργίου (Ροτόντα), στην ίδια πόλη, περικλείουν, ατάκτως ερριμένα στην τοιχοποιία τους, εβραϊκές επιτύμβιες στήλες, μάρμαρα ρωμαϊκά, βυζαντινές επιγραφές. Η φυλακή της Σινώπης, στη Μαύρη Θάλασσα, είναι εν μέρει κατασκευασμένη με λίθους της ρωμαϊκής εποχής. Για το μεγαλοπρεπές τέμενος του Σουλεϋμάν του Νομομαθούς, που δεσπόζει στον Κεράτιο της Πόλης, λέγεται ότι χρησιμοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, οικοδομικά υλικά που προέρχονταν από ναό της Αγίας Ευφημίας στο Καντίκιοι.
Όπου και να περιηγηθεί κανείς, στα Βαλκάνια ή στην Ανατολία, σκοντάφτει πάνω σε ίχνη τριών μεγάλων διαδοχικών πολιτισμών που αναμιγνύονται και αλληλοεμπλέκονται. Σ’ αυτή τη γωνιά της γης, πέτρες και μνήμες αντιστέκονται στο χρόνο και στη φθορά, διότι είναι φτιαγμένες με εύπλαστα υλικά. Η μακροβιότητά τους κι η φρεσκάδα τους οφείλονται στην αστείρευτη ικανότητα προσαρμογής τους στις νέες συνθήκες: όπως το νερό που κυλά και βρίσκει διεξόδους και «ξεγελά» τα φράγματα• ή όπως ένα νεανικό ελαστικό σώμα που υπερβαίνει την ακαμψία και μεταλλάσσεται χωρίς να αλλοιώνεται. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς σοφός ή «ειδικός» για να δει και να ψηλαφίσει, σε πλείστες όσες γωνιές της Τουρκίας, τoυς πολυάριθμους μάρτυρες ενός μακραίωνου και πολυφωνικού παρελθόντος. Για τους σημερινούς κατοίκούς της, έχουν την ίδια αξία που έχει για τους αγρότες η ιλύς που εναποτίθεται έπειτα από μακρινές διαδρομές στις εκβολές των μεγάλων ποταμών.
Τα ιδρύματα των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων της Τουρκίας αποτελούν απειροελάχιστες ψηφίδες αυτού του πλούσιου και εκτενούς πολιτιστικού μωσαϊκού. Αν και ο ρόλος και η λειτουργία τους έχουν αισθητά μεταβληθεί στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, δεν παύουν να αντιπροσωπεύουν –όπως και η λάσπη στις κοίτες των ποταμών- πολύτιμα συστατικά όχι μόνο για τη διατήρηση της πολιτισμικής συνοχής της τουρκικής κοινωνίας αλλά και για την πρόοδο και ανάπτυξή της.
Στην οθωμανική περίοδο, τα σχολεία, οι χώροι λατρείας (χριστιανικοί ναοί και συναγωγές), τα νοσοκομεία, τα φιλανθρωπικά ιδρύματα και ορφανοτροφεία είχαν ιδρυθεί για να καλύψουν τις ανάγκες των πολυπληθών χριστιανικών και εβραϊκών κοινοτήτων που ζούσαν στα εδάφη του σουλτάνου. Από την εποχή ήδη της οθωμανικής κατάκτησης το 15ο αιώνα, η θρησκευτική ταυτότητα των πληθυσμών της Αυτοκρατορίας υπήρξε ένας από τους κύριους άξονες γύρω από τον οποίο αρθρώθηκε η διοικητική λειτουργία του Κράτους. Μέχρι το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, οι οθωμανοί υπήκοοι διακρίνονταν επίσημα σε μουσουλμάνους και μη μουσουλμάνους. Οι μεν βρίσκονταν υπό την άμεση επίβλεψη και προστασία των αρχών. Στους δε (χριστιανούς και εβραίους) παραχωρήθηκε εξαρχής η δυνατότητα να ρυθμίσουν κατά το δοκούν την κοινωνική ζωή των ομοθρήσκων τους. Η «αυτονομία» αυτή θεσμοθετήθηκε κατά το 19ο αιώνα με την υιοθέτηση των Γενικών Κανονισμών των διαφόρων μιλλέτ. Στο πλαίσιο αυτό, χωρίς να ξεφεύγουν από τον έλεγχο του Κράτους, οι μη μουσουλμάνοι μπόρεσαν να επεξεργαστούν και να θέσουν σε εφαρμογή εκπαιδευτικά προγράμματα, να εξοπλίσουν νοσοκομεία, να χτίσουν και να συντηρήσουν χώρους θρησκευτικής λατρείας. Είχαν επίσης το δικαίωμα (και μάλιστα την υποχρέωση μετά τη θέση σε ισχύ των Γενικών Κανονισμών) να απευθύνονται στις θρησκευτικές τους αρχές για την επίλυση των οικογενειακών τους διαφορών (γάμοι, διαζύγια, κληρονομικές υποθέσεις).
Ωστόσο, στην πράξη, οι διαχωρισμοί αυτοί ποτέ δεν υπήρξαν απόλυτοι. Στο ρωμαίικο νοσοκομείο του Βαλουκλή, στο αρμενικό του Surp Pırgıç ή και στο Εβραϊκό Or-Ahayim στην Πόλη οι ασθενείς και οι γιατροί δεν ήταν πάντα όλοι από την ίδια κοινότητα. Στα μαθητολόγια των μειονοτικών σχολείων, αν και λιγοστά, τα μουσουλμανικά ονόματα δεν λείπουν. Στις γειτονιές του Κεράτιου, οι μουσουλμάνοι συνόδευαν ανελλιπώς τους χριστιανούς στα πανηγύρια του Αγίου Γεωργίου και Αγίου Δημητρίου, ενώ και σήμερα κατακλύζουν κάθε χρόνο την ημέρα γιορτής του Αγίου Γεωργίου το λόφο όπου βρίσκεται το ομώνυμο μοναστήρι στην Πριγκηπο. Στις επαρχίες, τα αρχεία των καδήδων περιέχουν, μέχρι το τέλος της οθωμανικής περιόδου, περιπτώσεις χριστιανών και εβραίων που για κάποιους λόγους προτίμησαν να αποφύγουν τη δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών ή ραββινικών αρχών. Μ’ άλλα λόγια, οι γέφυρες και τα περάσματα (και κατ’ επέκταση οι αλληλεπιδράσεις) ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικής θρησκευτικής ταυτότητας ήταν συχνά και ποικίλα.
Τα εθνικά Κράτη που διαδέχθηκαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία διέλυσαν αυτή την πολυφωνικότητα. Για την επιβίωση και σταθεροποίησή τους επέλεξαν την οδό της πολιτισμικής ομοιογένειας –λογική εκ διαμέτρου αντίθετη από αυτή των μεγάλων Αυτοκρατοριών. Σχηματικά, η πολιτισμική ομοιογένεια συνίσταται σε κοινή θρησκεία, κοινή γλώσσα, κοινή συλλογική ιστορική μνήμη. Για να επιτευχθεί αυτός ο πολυπόθητος στόχος συμπαγών εθνών, μετά τη δεκαετία του 1920, η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Σερβία, η Τουρκία ενέτειναν τις προσπάθειες εξελληνισμού, εκβουλγαρισμού, εκτουρκισμού κλπ. των πληθυσμών που βρέθηκαν εγκατεστημένοι στην εδαφική τους επικράτεια. Παράλληλα, απέφυγαν να «αξιοποιήσουν» τους εναπομείναντες μάρτυρες ενός αλλογενούς ή αλλόθρησκου ή αλλότριου παρελθόντος. Παράδειγμα; Τα οθωμανικά μνημεία στα Βαλκάνια αριθμούνται κατά εκατοντάδες, αλλά πόσα από αυτά είναι προσβάσιμα στο κοινό ως επισκέψιμοι «τόποι μνήμης»; Αντιστοίχως, τα χριστιανικά μνημεία διασκορπισμένα σε όλη την περιοχή της Ανατολίας έχουν αφεθεί στη δική τους μοίρα.
Στην Τουρκία, στο πλαίσιο οικοδόμησης ενός Κράτους-έθνους, ερειδόμενου εν πρώτοις στην τουρκικότητα, αλλά και για λόγους γενικότερων πολιτικών και οικονομικών συγκυριών, ο 20ος αιώνας σημαδεύτηκε από μια μαζική έξοδο των μη μουσουλμάνων –όσων είχαν απομείνει μετά το τέλος του τουρκικού αγώνα της ανεξαρτησίας. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η ανοικοδόμηση μιας κατεστραμμένης (κατά κυριολεξία) Ευρώπης, η αισιοδοξία που διαδέχεται συνήθως την τρικυμία των ένοπλων συγκρούσεων, η εσωστρεφής τουρκική οικονομική πολιτική ενθάρρυναν ασφαλώς τα έντονα μεταναστευτικά ρεύματα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Πέρα από τους καθαρά οικονομικούς παράγοντες που προκάλεσαν την έξοδο και οι οποίοι αφορούν τόσο τους μουσουλμάνους όσο και τους μή μουσουλμάνους, οι δεύτεροι αποχώρησαν και για ένα πρόσθετο λόγο. Το τουρκικό Κράτος όχι μόνο δεν έκανε τίποτε για να τους κρατήσει, αλλά πήρε μια σειρά μέτρων που στόχευαν σαφώς στην περιθωριοποίησή τους και στην εξουδετέρωσή τους –εφόσον διατηρούσαν την μειονοτική τους ταυτότητα και δεν προσχωρούσαν στην τουρκικότητα. Δε χρειάζεται εδώ να αναφερθούν όλα αυτά τα «μέτρα» που οι μειονότητες εισέπραξαν ως βαρείς τραυματισμούς και τους οποίους το συλλογικό υποσυνείδητο δυσκολεύεται να επουλώσει.
Το αποτέλεσμα; Στη σημερινή Τουρκία, οι μη μουσουλμανικές μειονότητες έχουν συρρικνωθεί δημογραφικά τόσο που δεν μπορεί πια να γίνεται λόγος για «κοινότητες». Τα άτομα ωστόσο που τις αποτελούν είναι αναμφίσβητητα θεματοφύλακες μιας τεράστιας και μακραίωνης πολιτιστικής κληρονομιάς η οποία αποτελεί –είτε το θέλουμε είτε όχι- και αναπόσπαστο μέρος της τουρκικής συλλογικής ιστορικής μνήμης. Τα νοσοκομεία, οι χριστιανικές εκκλησίες, οι εβραϊκές συναγωγές, τα νεκροταφεία, τα γηροκομεία, τα σχολεία, δεν είναι πια σε θέση να εκπληρώσουν τις αποστολές για τις οποίες ιδρύθηκαν. Πολλά απ’ αυτά παραμένουν κενά (ναοί, συναγωγές) ή «ανενεργά» (νεκροταφεία). Άλλα υπολειτουργούν (σχολεία).
Η νέα αυτή κατάσταση που έχει διαμορφωθεί αντιπροσωπεύει μια εξαιρετική ευκαιρία για να αποδειχτεί γι’ άλλη μια φορά η ευελιξία και η ευπλαστότητα των στοιχείων της ιστορικής κληρονομιάς της Ανατολικής Μεσογείου. Αν και έχουν χάσει πολλά από τα αρχικά τους συστατικά, τα μειονοτικά ιδρύματα δεν παύουν να αποτελούν αδιάσειστα σύμβολα της πολιτισμικής πολυφωνικότητας των περασμένων αιώνων. Ιδιαίτερα στην Πόλη, μπορούν εκ νέου να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της «αστικής» ταυτότητας των πολυάριθμων αγροτικής προέλευσης κατοίκων της. Πράγματι, στις σύγχρονες τουρκικές μεγαλουπόλεις, ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων είναι οικονομικοί μετανάστες των τελευταίων δεκαετιών. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν δεσμούς με την συλλογική ιστορική μνήμη του τόπου όπου εγκαθίστανται. Εγκαθίστανται όμως. Και η ένταξή τους στον αστικό ιστό καθώς και η κοινωνικο-οικονομική τους άνοδος προϋποθέτει την ανάπτυξη «αστικής» συνείδησης. Στον τομέα αυτό, η επανεργοποίηση (με τρόπους που μπορούν να μελετηθούν από κοινού από τις τουρκικές αρχές και τους εκπροσώπους των μειονοτήτων) των μειονοτικών ιδρυμάτων μπορεί να συμβάλει στην σταθεροποίηση των αστικών πληθυσμών. Μπορεί επίσης να αποδείξει έμπρακτα την πάγια (υποστηριζόμενη από τους διανοούμενους της χώρας αυτής) θέση σχετικά με την «ανοχή» των Οθωμανών σουλτάνων (αλλά και των «νόμιμων» διαδόχων τους) απέναντι στους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Προσαρμοζόμενη στις παρούσες ανάγκες και συνθήκες, η επανένταξη των μειονοτικών ιδρυμάτων στην τουρκική κοινωνία θα κατοχύρωνε οριστικά τη θέση της Τουρκίας ως μιας χώρας ανοιχτής στην ετερότητα και θα επιβεβαίωνε ταυτόχρονα την επιτυχή αποπεράτωση του εθνικού οικοδομήματος.
Αν και δεν έχει ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα των μειονοτήτων, παρόλο που οι εκκρεμότητες παραμένουν, δεν χωρεί αμφιβολία ότι νέος νόμος, που ισχύει από το Φεβρουάριο του 2008, έχει επιφέρει θεμελιώδεις μεταβολές και μια σαφή «χαλάρωση» του νομικού καθεστώτος των βακουφίων. Η φιλελευθεροποίηση δίνει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα στα μειονοτικά ιδρύματα να επεξεργαστούν προγράμματα κοινωνικής και εκπαιδευτικής πολιτικής μεγάλης εμβέλειας, που ξεπερνούν τις ανάγκες των μειονοτήτων stricto sensu και συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη της περιφέρειάς τους. Ενδεικτικό παράδειγμα ; Η Σχολή μουσικής της Χάλκης που στήνεται υπό την επίβλεψη του Νικηφόρου Μεταξά και τη σύμπραξη των τοπικών αρχών (Adalar Belediyesi) αναμένεται να τονώσει την τουριστική και πολιτιστική κίνηση των Πριγκηπονήσων. Η επιτυχία του εγχειρήματος θα είναι επωφελής για το σύνολο των κατοίκων της περιοχής και όχι μόνο για τα μέλη της ρωμαίικης μειονότητας. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η πρωτοβουλία συντήρησης και διαμόρφωσης του αρμενικού ναού Vortvots Vorodman με την υποστήριξη του οργανισμού για την Πολιτιστική Πρωτεύουσα 2010 σε πολιτιστικό χώρο προσθέτοντας ένα νέο σημείο πολιτισμού στον τουριστικό και πολιτιστικό χάρτη της Πόλης. Αντίστοιχα, η συναγωγή Mayor στο Hasköy ανακαινίσθηκε και φιλοξένησε αυτή τη χρονιά εγκαταστάσεις τέχνης καθρεφτίζοντας με αυτόν τον τρόπο μια ταυτότητα η οποία δίνει αξία σε όλα της τα ιστορικά συστατικά. Στο ίδιο πλαίσιο, το 2009 το ανενεργό ελληνικό δημοτικό σχολείο του Ferikoy, φιλοξένησε τη Bienale της Πόλης.
Οι πολιτιστικές εκδηλώσεις και τα μορφωτικά προγράμματα που είναι πια δυνατόν να πραγματοποιηθούν με πρωτοβουλία των μειονοτικών ιδρυμάτων είναι αναμφισβήτητοι δίαυλοι επικοινωνίας ανάμεσα στη νέα γενιά και την ιστορική παρουσία των μειονοτήτων στην πρόσφατη πορεία της Τουρκίας. Αν και πρόσφατη ακόμη, η νέα νομοθεσία φαίνεται να έχει επιπρόσθετα καταργήσει τους τοίχους ανάμεσα στις διάφορες μειονότητες. Χάρη στα βακούφια, Αρμένιοι, Ρωμηοί, Εβραίοι, Ασσυροχαλδαίοι κάθονται γύρω από το ίδιο τραπέζι, ανταλλάσσουν απόψεις, χαράσσουν κοινό πεδίο δράσης. Αυτή η συνέργεια εκτείνεται και στις περιοχές όπως το Kayseri, Elaziğ, Adiyaman, Dıyarbakır, Mardin, Hatay, Mersin and Çanakkale στις οποίες τα μέλη των κοινοτήτων είναι ελάχιστα αλλά το πολιτιστικό αγαθό που εκπροσωπούν για την πόλη στην οποία κατοικούν είναι αντιστρόφως ανάλογο.
Μ’ άλλα λόγια, η «αξιοποίηση» των μειονοτικών ιδρυμάτων, αν συνεχιστεί, μπορεί να μετριάσει αισθητά την ακαμψία των παραδοσιακών θρησκευτικών διαχωρισμών –που υπήρξαν στο παρελθόν υπαίτιοι για τόσες κρίσεις και τραύματα στην πολύπαθη ευρύτερη περιοχή. Η άμβλυνση των θρησκευτικών διακρίσεων είναι, στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, αναγκαία προϋπόθεση για να μην χάσει η Τουρκία τον διαιτητικό ρόλο που της προσφέρει η νέα γεωπολιτική σκακιέρα. Πέρα από τις θεωρήσεις της διεθνούς πολιτικής, οι εκπρόσωποι των μειονοτήτων μπορούν, χάρη στις νέες λειτουργίες των ιδρυμάτων τους, να επανατοποθετηθούν με δυναμισμό στη σύγχρονη τουρκική κοινωνία ως ολοκληρωμένοι Τούρκοι πολίτες, απαλλασσόμενοι από την (σημειολογικά εν πολλοίς αρνητική) ετικέτα του «μειονοτικού».