(Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ανατολή», τεύχος Απριλίου 2009)
Γιατί το Ευρωπαϊκό Δικαστηρίο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε διαφορετικά για δύο όμοιες προσφυγές;
Ο Σύλλογος Τενεδίων «Ο Τέννης» εκδίδει ένα καλαίσθητο τρίμηνο περιοδικό, το οποίο αναφέρεται σε θέματα Τενεδιακού ενδιαφέροντος.
Στο τεύχος 8 (Ιαν. – Φεβ. – Μάρτιος 09) υπάρχει μία ολοσέλιδη αναφορά στην πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), με την οποία δικαιώνεται το ίδρυμα (βακούφι) της Εκκλησίας της Τενέδου, στην περίπτωση καταπάτησης 4 ακινήτων (τριών χωραφιών και ενός εξωκλησιού), από το τουρκικό κράτος.Όμως το δημοσίευμα δεν περιορίζεται σε αυτή την δικαστική επιτυχία και αναφέρει κάποια στοιχεία, άγνωστα στο ευρύτερο κοινό.
Συγκεκριμένα, διαβάζουμε:
«…Ωστόσο, μία άλλη απόφαση του ΕΔΑΔ, που εκδόθηκε πριν 3 μήνες περίπου, δεν είδε το φως της δημοσιότητας – προφανώς γιατί ήταν αρνητική. Με την απόρριψη της προσφυγής του ίδιου Εκκλησιαστικού Ιδρύματος (σ.σ. της Τενέδου), χάθηκαν ήδη οκτώ ακίνητα, 7 χωράφια και 1 εξωκλήσι, η Αγία Μαρίνα, που κατοχυρώθηκαν υπέρ του Τουρκικού Δημοσίου. Εκκρεμούν άλλες 12 προσφυγές για 12 ακίνητα ενώπιον του ΕΔΑΔ και οι αποφάσεις που θα εκδοθούν αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον…
Το ερώτημα που ανακύπτει από τις δύο αυτές υποθέσεις είναι, με ποια λογική το ΕΔΑΔ απέρριψε την πρώτη προσφυγή για τα 8 ακίνητα ως αβάσιμη, επειδή δεν υπήρχαν γραπτοί τίτλοι ιδιοκτησίας ούτε πράξεις νομής επί 20ετία μέχρι την κατάθεση της αίτησης το 2003 και έτσι η περιουσία αυτή της Εκκλησίας χάθηκε οριστικά και αμετάκλητα, ενώ αποδίδει τα άλλα 4 ακίνητα λίγους μήνες αργότερα.
Τίτλοι ιδιοκτησίας, λοιπόν, δεν υπήρχαν ούτε για τα 8 πρώτα ακίνητα, αλλά ούτε για τα τελευταία 4…»
Το δημοσίευμα θέτει ερωτηματικά γιατί το ΕΔΑΔ αποφάσισε διαφορετικά σε δύο όμοιες περιπτώσεις και αναρωτιέται εάν το Δικαστήριο είχε ενημερωθεί για την τακτική της Τουρκίας, να μην αναγνωρίζει την κυριότητα ελληνικών περιουσιών, με το πρόσχημα της απουσίας τίτλων ιδιοκτησίας. Επίσης ρωτά «…αλήθεια πώς και γιατί χάθηκαν όλα αυτά τα έγγραφα… (των τίτλων ιδιοκτησίας)» και υπενθυμίζει ότι «…υπάρχουν τα βιβλία της εκκλησίας, στα οποία είναι καταχωρυμένα όλα τα ακίνητα αναλυτικά, από δωρεές συμπατριωτών, ονομαστικά, χρονολογικά, το είδος του ακινήτου, με περιγραφές συνόρων λεπτομερώς κ.λ.π. …τουλάχιστον των τελευταίων 100 χρόνων…»
Και συνεχίζει το δημοσίευμα «…Δεν είμαστε νομικοί, αλλά αναρωτιόμαστε αν ερευνήθηκαν εξαντλητικά όλα τα διαθέσιμα στοιχεία και τέθηκαν υπόψη του ΕΔΑΔ από τους ειδικούς που έκαναν τις προσφυγές…»
Το δημοσίευμα χειρίζεται το θέμα με μεγάλη δόση προσοχής και θα λέγαμε «ευγένειας». Όμως τα ερωτήματα που θέτει, θα πρέπει να βρουν απαντήσεις.
Απ’ όσο γνωρίζουμε, για τον χειρισμό των υποθέσεων της κοινότητας Τενέδου ενώπιον του ΕΔΑΔ, τον πρώτο λόγο είχε ο Σεβ. Μητροπολίτης Φιλαδελφείας κ. Μελίτων, ως διευθυντής του νομικού γραφείου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο εν λόγω ιεράρχης που έχει χειριστεί πολλές υποθέσεις κοινοτικών ακινήτων, είναι το κατάλληλο άτομο για να απαντήσει στα ερωτήματα: Γιατί το ΕΔΑΔ εξέδωσε διαφορετικές αποφάσεις για παρόμοιες υποθέσεις; Ποια στοιχεία προσκομίσθηκαν στο ΕΔΑΔ; Αξιοποιήθηκαν τα αρχεία της τοπικής Εκκλησίας; Ο νομικός που του ανατέθηκαν οι υποθέσεις, τις χειρίστηκε με επάρκεια;
Επίσης υπάρχει το ερωτηματικό εάν ο Σεβ. Μητροπολίτης Ίμβρου και Τενέδου γνωρίζει τις λεπτομέρειες της υπόθεσης;
Η παραπάνω υπόθεση, μας δίνει την ευκαιρία να επισημάνουμε ότι ο χειρισμός μέχρι σήμερα των κοινοτικών θεμάτων υπό την αρχή ενός ανδρός, δεν απέδωσε πάντα τα καλύτερα αποτελέσματα. Είναι καιρός ν’ αλλάξει αυτή η τακτική. Οι φορείς της Ομογένειας (όπως ο Σύλλογος Τενεδίων), οφείλουν ν’ αναλάβουν πρωτοβουλίες και να έχουν λόγο στην προστασία της πατρογονικής περιουσίας των Ελληνικών κοινοτήτων στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο.