Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΡΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ κ. ΛΑΚΗ ΒΙΓΚΑ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ «ΑΡΩΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ» (ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 4/2/2011)
Αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή και χαρά που βρίσκομαι σήμερα στην Καλαμαριά και έχω την ευκαιρία να επικοινωνήσω με την ευρύτερη κοινωνία της Θεσσαλονίκης• μιας πόλης ιδιαίτερα προσφιλούς σε εμάς τους Πολίτες, που η ιστορία της υπήρξε συνδεδεμένη με την Βασιλεύουσα.
Μας ενώνουν οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα, των οποίων η πατρίδα είναι η Μικρά Ασία, ο Πόντος, η Κωνσταντινούπολη, η Θράκη, η Ίμβρος, η Τένεδος. Μας ενώνουν οι μνήμες και τα βιώματα, οι μύθοι και τα ακούσματα. Και για όλα αυτά που μας ενώνουν αποδέχθηκα με χαρά την πρόσκληση σας.
Ο στόχος μου είναι να σας μιλήσω για τα όσα γίνονται σήμερα στην Πόλη, την πορεία της Ομογένειας, την κατάσταση της Κοινότητας, το παρόν μας, αλλά και τις δεσμεύσεις μας για το μέλλον. Δεν πρόκειται για μια ομιλία απολογητική, αλλά για μια προσπάθεια ενημέρωσης και διαλόγου, για μια προσπάθεια ρεαλιστικής αντιμετώπισης των διαφορετικών παραγόντων που ορίζουν τη σημερινή κατάσταση της Ομογένειας.

Όλοι σας γνωρίζετε σίγουρα πολλά πράγματα για την ιστορία της Ομογένειας στην Πόλη, τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στην Τουρκία. Και ειδικότερα τις εξελίξεις των τελευταίων 15 χρόνων, κατά τα οποία συνεχώς αυξάνεται ο τουρισμός από την Ελλάδα, βελτιώνονται οι σχέσεις των δύο λαών, σε άμεσο και πολιτικό επίπεδο, αναπτύσσονται περισσότερο οι σχέσεις των ακαδημαϊκών και πυκνώνουν οι εμπορικοί δεσμοί.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, έχει αναπτυχθεί μεγάλο ενδιαφέρον από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για την ιστορία και τις αναμνήσεις της κοινότητάς μας• για τις εποχές της ακμής καθώς και για τις τραυματικές εμπειρίες που χαρακτήρισαν την πρόσφατη ιστορία μας.
Εμένα, θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ σε μιαν άλλη πτυχή, ίσως άγνωστη σε ορισμένους, ίσως λίγο γνωστή σε κάποιους άλλους: τη σημερινή κατάσταση των Ρωμιών και την αποφασιστική προσπάθειά τους για να προσδιορίσουν οι ίδιοι το μέλλον τους. Για μας αυτή η προσπάθεια, στην οποία έχουμε δοθεί ολόψυχα έχει ένα χαρακτήρα αναγέννησης, στο ρεαλιστικό πλαίσιο του μικρού μας, σήμερα, αλλά ικανού, ανθρώπινου δυναμικού και σε σχέση με την αδράνεια στην οποία είχαν περιέλθει μέχρι πρόσφατα τα κοινοτικά μας πράγματα.
Το πρώτο βήμα γι’ αυτήν την προσπάθεια έγινε με το Συνέδριο «Συνάντηση στην Πόλη: το παρόν και το μέλλον», που πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιουνίου, 1 και 2 Ιουλίου του 2006. Ήταν ένα συνέδριο που επιθυμούσαμε να μετρήσουμε τις δυνάμεις μας, να αναλύσουμε τη σημερινή πραγματικότητα μας πέρα από γενικότητες, αφηγήσεις για τα μεγαλεία του παρελθόντος και συναισθηματισμούς.
Έπρεπε να έλθουν οι δικοί μας άνθρωποι από το εξωτερικό και μαζί με μελετητές από την Ελλάδα, την Τουρκία και άλλες χώρες και όλοι μαζί να ιχνηλατήσουμε το παρόν και να προετοιμάσουμε, όσο αυτό γίνεται, το μέλλον.

Η «Συνάντηση στην Πόλη» αποτελεί ένα ορόσημο στην πορεία της μειονότητας. Εκεί ανανεώσαμε τις σχέσεις μας με τους εκπατρισθέντες, εκεί μέσα από μελέτες για την παιδεία, τα βακουφικά, το δημογραφικό, την οργάνωση, διερευνήσαμε τις προοπτικές μας. Συμμετείχαν 300 συμπολίτες μας από 11 χώρες και εκπροσωπήθηκαν περίπου 25 σωματεία Κωνσταντινουπολιτών, Ιμβρίων και Τενεδίων του εξωτερικού. Μεγάλη ήταν επίσης η συμμετοχή των Ρωμιών συμπολιτών μας που παραμένουν εδώ και της εν γένει κοινωνίας της πόλης μας – συνολικά πάνω από 800 άτομα.
Η τριήμερη συστηματική εργασία σε συνδυασμό με τις πολιτιστικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις που συνόδευαν τα βράδια, γεφύρωσαν το χρονικό χάσμα των Ρωμιών της Πόλης με τους Ρωμιούς που ζουν στο εξωτερικό και η συναισθηματική φόρτιση ήταν εμφανής στις συνεδριάσεις.
Το αποτέλεσμα της 15μηνης προετοιμασίας του Συνέδριο – στο πλαίσιο της οποίου εκπονήθηκε και πραγματοποιήθηκε ένα ολόκληρο ερευνητικό πρόγραμμα τα πορίσματα του οποίου παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο – μας ένωσε και μας ενθάρρυνε για να συνεχίσουμε.

Θέλω να αναφερθώ σε μερικά αποσπάσματα από τις τοποθετήσεις καταξιωμένων επιστημόνων.
«Το Συνέδριο μας αποτέλεσε μια έμπρακτη απάντηση στη μιζέρια που εκφράζουν πολλοί από όσους ζουν στην Πόλη και από όσους είναι στην Αθήνα, οι οποίοι μέσα από μια απίστευτη ηττοπάθεια, επαναλαμβάνουν το μοτίβο: δεν βαριέσαι οι Ρωμιοί είναι μια τελειωμένη υπόθεση» γράφει ο καθηγητής Κώστας Γαβρόγλου
Ενώ, ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, λέει: «ως Ελλαδίτης με πολλούς συναισθηματικούς δεσμούς με την Πόλη πιστεύω ότι το Συνέδριο μας ήταν άκρως επιτυχές, διότι συνδύασε το λόγο των Ελλήνων και Τούρκων πανεπιστημιακών με τις μαρτυρίες των άμεσα εμπλεκομένων και ιδίως των Ρωμιών της Πόλης. Η συζήτηση ξέφυγε έτσι από τον ακαδημαϊσμό που συνήθως επικρατεί σε τέτοιου είδους συναντήσεις και άγγιξε τα βιώματα, τον παλμό και, εν τέλει, την καθημερινότητα μιας από τις ζωντανότερες πόλεις του κόσμου».

Η μετά το Συνέδριο περίοδος ήταν κοπιαστική και καρποφόρα. Ανακαλύψαμε νέες δυναμικές, νέους προορισμούς και νέα οράματα.
Τα Κωνσταντινουπολίτικα Σωματεία του εξωτερικού επέσπευσαν τη συγκρότηση μιας Ομοσπονδίας ώστε να υπάρχει ένας διάλογος μεταξύ των απανταχού Ρωμιών –από την Αυστραλία ως την Αμερική και την Αφρική, με κέντρο την Αθήνα. Η νέα Ομοσπονδία με τον τίτλο Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινουπολιτών, ήδη μόλις ξεκίνησε τη δεύτερη τριετή θητεία της και λειτουργεί ως ένας ανεξάρτητος φορέας με στόχο την ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ μας και τη συλλογική αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Παράλληλα, στην Πόλη άρχισε η προσπάθεια της περαιτέρω σύσφιξης των σχέσεων μεταξύ των μελών της κοινότητας, την από κοινού μελέτη και τοποθέτηση των από δεκαετίες απασχολούντων την κοινότητα θεμάτων και τέλος τον Οκτώβρη του 2006 άρχισε από μια κοινότητα η προσπάθεια ανανέωσης των διοικητικών της οργάνων, των εφοροεπιτροπών.
Για πολλούς λόγους που δεν θα είναι μάλλον γνωστοί σε εσάς, αυτό το ξεκίνημα ήταν και το πιο δύσκολο και το ποιό τολμηρό.
Οι προηγούμενες οργανωμένες ‘εκλογές’ είχαν γίνει το 1991 – μέσα σε μια ιδιαίτερη συγκυρία – και δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν απόλυτα δημοκρατικές. Ενώ οι προτελευταίες είχαν πραγματοποιηθεί το 1967. Δηλαδή, οι 67 κοινότητες μας είχαν να δουν δημοκρατικές εκλογές από 40 χρόνια.
Ο νέος βακουφικός νόμος του 2004 προσέδωσε νέα διάσταση στη διοίκηση και την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας, αλλά και στις άλλες υποχρεώσεις των μειονοτικών βακουφικών ιδρυμάτων.
Ένα από τα θετικότερα σημεία του νόμου ήταν ότι για πρώτη φορά θεσμοθετούσε το θέμα της ανανέωσης των διοικητικών οργάνων των βακουφίων, ορίζοντας ότι οι επιτροπές και οι εφορίες πρέπει να προβαίνουν σε εκλογές κάθε 4 χρόνια.
Όπως σε όλες τις άλλες μειονότητες, έτσι και στη δική μας, οι αιρετές διοικήσεις των ιδρυμάτων μας έπρεπε να ζητούν την ψήφο των μελών της Κοινότητας για να συνεχίσουν να διαχειρίζονται την κοινή περιουσία.

Στο ξεκίνημα, αλλά και στη συνέχεια αυτού του εγχειρήματος αντιμετωπίστηκαν δυσκολίες, αντιξοότητες, πολιτικές παρεμβάσεις, προσωπικές πιέσεις και όλα αυτά διότι μερικοί αντιδρούσαν στις δημοκρατικές διαδικασίες και προσπαθούσαν να εμποδίσουν την εφαρμογή του νόμου και να παραμείνουν στις καρέκλες τους, πιστεύοντας – και μερικοί, ευτυχώς λίγοι, εξακολουθούν να πιστεύουν – ότι η περιουσία της Πολίτικης Ρωμιοσύνης τους ανήκει γι’ αυτό και έχουν μόνιμο δικαίωμα στη διαχείρισή της.
Μέσα στα 4 χρόνια προσπάθειας απεγκλωβισμού από τη νοοτροπία της αδράνειας και της αμηχανίας τα 64 από τα 67 ιδρύματά μας έχουν κάνει εκλογές.
Υπολείπονται 3 ιδρύματα, οι διοικητικές επιτροπές των οποίων επιμένουν να παραμένουν στις θέσεις τους από το 1991, δημιουργώντας ένταση και ανασφάλεια, την ώρα που από τα τέλη ήδη του 2010 έχει ξεκινήσει ο γύρος της νέας τετραετίας στα άλλα μας ιδρύματα.

Κατά την περίοδο αυτή των 4 χρόνων, η Κοινότητα δημιούργησε νέες δυναμικές. Και, αναφέρω εδώ μερικές:
Οι 8 Φιλόπτωχες Αδελφότητες της Πόλης, δημιούργησαν το Συμβούλιο Φιλανθρωπικών Αδελφοτήτων και συντονίζουν τη δράση τους εργαζόμενες συλλογικά για το κοινό καλό.
Οργανώθηκαν ημερίδες για θέματα που απασχολούν εδώ και πολλά χρόνια την Κοινότητα, όπως το θέμα της νεολαίας, η ένταξη στην κοινότητά μας των Αντιοχειτών (που μετανάστευσαν στην Πόλη από την δεκαετία του 1970, εργάζονται στις εκκλησίες και τα παιδιά τους φοιτούν στα σχολεία μας , το θέμα της παιδείας, η σχέση των ελλήνων υπηκόων που ζουν στην Κωνσταντινούπολη με την Κοινότητας, οι σχέσεις πολίτη με βουλευτές κ.α.
Η μεγάλη πλειοψηφία των ρωμαίικων κοινοτήτων συνεργάστηκαν για να αναδείξουν από κοινού υποψήφιο για την εκπροσώπηση των μειονοτήτων στο Συμβούλιο της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων.
(Εν παρενθέσει να σημειώσω ότι, ο νέος βακουφικός νόμος προέβλεπε την εκλογή ενός εκπροσώπου των μειονοτικών βακουφίων στο 15-μελές αυτό Συμβούλιο. Ο Ρωμιός υποψήφιος εξελέγη τελικά και από τις άλλες μειονότητες και εκπροσωπεί σήμερα 162 μειονοτικά βακούφια. Το Συμβούλιο έχει εκτελεστική εξουσία και η θητεία των μελών είναι τριετής).
Επίσης, η κοινότητα δημιούργησε μια δυναμική στα πολιτιστικά δρώμενα της Πόλης, οργανώνοντας συναυλίες και εκθέσεις, οι οποίες είχαν μεγάλη ανταπόκριση στο τουρκικό κοινό.
Υπήρξε παρούσα με εκδηλώσεις και προγράμματα στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα Ισταμπούλ .Και οργάνωσε μια μεγάλη έκθεση για τους Ρωμιούς αρχιτέκτονες της Κωνσταντινούπολης, που είχε μεγάλη απήχηση.
Ανταποκρίθηκε σε προσκλήσεις σε συνέδρια μη κυβερνητικών οργανώσεων και ακαδημαϊκών ιδρυμάτων που πραγματεύονταν κοινωνικά θέματα και ζητήματα μειονοτικών δικαιωμάτων
Συνεργάστηκε με τους Κωνσταντινουπολίτες του εξωτερικού για την αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων, κυρίως όμως, κατέβαλε προσπάθειες και επέτυχε να βαδίσει για τα καλά στο δρόμο της αντιμετώπισης των προβλημάτων τοπικά και σε συλλογικό επίπεδο.
Και όλα αυτά πραγματοποιήθηκαν κάτω από την πνευματική αιγίδα του Πατριαρχείου μας και την πατρική φροντίδα του Οικουμενικού μας Πατριάρχη.

Κυρίες και Κύριοι,
Η ιστορική μας κοινότητα καλείται σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα να ανανεωθεί, να δουλέψει για την αλλαγή, να αντισταθεί στο πεπρωμένο που της χάραξαν οι πολιτικές συγκυρίες, που αλλοίωσαν τη νοοτροπία της. Πρέπει, όχι μόνο να επωφεληθούμε, αλλά και να συμβάλουμε, στην κοινωνική αλλαγή που λαμβάνει χώρα στην Τουρκία, όπου ακούγονται σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε οι φωνές των διαφορετικών πολιτών (των Ρωμιών, των Αρμενίων, των Ευρέων, των Κούρδων, των Κιρκασίων), όπου για το περασμένο καλοκαίρι πραγματοποιήθηκε μετά από τόσα χρόνια λειτουργία στην Παναγία Σουμελά και την Αρμένικη εκκλησία του Αχταμάρ στη λίμνη του Βάν. Πρέπει να εμπνευστούμε από τις μεγάλες αλλαγές που γίνονται σήμερα σε έναν κόσμο που διψάει για ελευθερία και δημοκρατία.
Ο αιώνας που πέρασε υπήρξε για μας μια περίοδος φθοράς και απωλειών, μας αποξένωσε από τις αρετές του παρελθόντος μας, σήμερα, σε μια διαφορετική συγκυρία, χρειαζόμαστε νέα οράματα και νέα προσόντα, πρέπει να καλλιεργήσουμε νέες αξίες, κοινά αποδεκτές, να δράσουμε ξανά συλλογικά, να βελτιώσουμε τις διοικητικές μας ικανότητες, να είμαστε φιλόξενοι προς τα νέα μέλη της κοινωνίας μας και να συσπειρώσουμε τις δυνάμεις μας για να διατηρήσουμε την παρουσία της Ρωμιοσύνης, να διαφυλάξουμε τα ιδανικά της και να δημιουργήσουμε ένα μέλλον με όραμα. Πρέπει επίσης να μάθουμε και πάλι να διεκδικούμε και να παλεύουμε για αυτά που δικαιούμαστε. Και στο πλαίσιο αυτό πρέπει επίσης να συνεργαστούμε στενότερα με τις άλλες μειονότητες, που έχουν κοινά προβλήματα και αιτήματα με εμάς.
Σήμερα, παρόλο το μικρό μας αριθμό, έχουμε ισχυρή βούληση για πρόοδο και εκσυγχρονισμό, επιζητούμε με αποφασιστικότητα έναν κοινωνικό μετασχηματισμό που θα μας οδηγήσει στην παραγωγή έργων και ιδεών.
Η Κοινότητά μας έχει στέρεα δομή και ισχυρή αίσθηση του ανήκειν και της ταυτότητάς της και προσπαθεί, ανταποκρινόμενη στις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου, να πραγματοποιήσει στρατηγικά ανοίγματα.
Σήμερα η Κοινότητά μας διαθέτει 67 ιδρύματα, που είναι το κάθε ένα ανεξάρτητο νομικό πρόσωπο, 3 λύκεια, 3 δημοτικά σχολεία, 10 συνδέσμους, 2 αθλητικούς συλλόγους, 1 νοσοκομείο, 1 παιδούπολη, συσσίτια, φιλόπτωχες αδελφότητες – δεν έχει όμως ικανό αριθμό στελεχών για να καλύψει τις διοικητικές ανάγκες, τις ευθύνες αι τις υποχρεώσεις τόσων ιδρυμάτων.
Επίσης, τεράστιας αξίας είναι η ακίνητη περιουσία που διαθέτουμε, η οποία θα μπορούσε να είναι η κινητήριος δύναμη της μειονότητας. Η διαχείρισή της πρέπει να ανταποκριθεί στις ανάγκες του σήμερα, να έχει έναν διπλό στόχο, πολιτιστικό και κοινωνικό. Αφενός, πρέπει να αναδειχθεί η μεγάλη ιστορία της περιουσίας αυτής, που αποτελεί μια παρακαταθήκη των προγόνων μας• να δώσουμε μια νέα διάσταση στην πολιτισμική μας κληρονομία μέσω μιας βιβλιοθήκης, εκθεσιακών χώρων, ενός ιδρύματος μελέτης,, ξενώνων για φοιτητές και καθηγητές που έρχονται από την Ελλάδα και αλλού. Αφετέρου η περιουσία αυτή πρέπει συντελέσει στην ενίσχυση του κοινωνικού ιστού της κοινότητάς μας, μέσα από τη δημιουργία χώρων συσπείρωσης, καθώς και κοινωνικής υποστήριξης των αρκετών, δυστυχώς, αδύναμων οικονομικά μελών της.

Στη βάση αυτή και μετά από πολλές συναντήσεις και 2 ημερίδες δημιουργήθηκε στις 5.1.2011 ο Σύνδεσμος Υποστήριξης Ρωμέϊκων Κοινοτικών Ευαγών Ιδρυμάτων, με στόχο την ανάληψη συντονιστικών ενεργειών για τη συλλογική δράση των ιδρυμάτων μας, την κοινωνική συνεισφορά τους και τη διαμόρφωση ευρύτερης συναίνεσης γύρω από συγκεκριμένες προτάσεις και λύσεις για να επιτευχθεί η διαμόρφωση του κοινού σκοπού με διαφάνεια και συμμετοχικές διαδικασίες.
Αυτό το κεντρικό όργανο δεν ιδρύθηκε για να έχει συγκεντρωτικές εξουσίες ή να είναι προστατευτικό με την έννοια του ελέγχου, αλλά για να αποτελέσει μια γέφυρα που θα συμβάλει στην απελευθέρωση, την αναβάθμιση, το άνοιγμα των ιδρυμάτων μας προς τα έξω. Ελπίζουμε ότι θα δημιουργήσει έναν ιστό, θα φέρει πιο κοντά τις επιτροπές, ότι θα δημιουργήσει μια νέα διάσταση συνεργασίας με τουρκικές, ελληνικές και ευρωπαϊκές μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Επιθυμούμε αλλά και οφείλουμε νε έχουμε παρουσία στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή της πόλης μας. Η σημερινή ευνοϊκή πολιτική συγκυρία είναι μια πρόκληση στην ικανότητά μας να είμαστε παρόντες και υπολογίσιμοι στη ζωή της ευρύτερης κοινωνίας, να είμαστε πολίτες, με ακέραια τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά μας, με αίσθηση των δικαιωμάτων και των ευθυνών μας.
Αυτά είναι σήμερα τα οράματά μας, οι προσπάθειές μας. Χρειαζόμαστε πολύ δουλειά και έχουμε ανάγκη από την ηθική υποστήριξη, όσων αισθάνονται κοντά μας, όπως πιστεύω οι περισσότεροι από τους κατοίκους της όμορφης πόλης του Θερμαϊκού, στην οποία τόσο οικεία νιώθουμε εμείς οι Πολίτες.