Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΠΛΑΘΡΑ *
Ήταν πρωί του Σαββάτου, 30 του Ιανουαρίου, εορτή των Τριών Ιεραρχών. Στον Άγιο Γεώργιο στο Φανάρι, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος χοροστατεί και ψάλλει τις καταβασίες. Οι λίγοι πιστοί, που ήταν εκεί από το πρωί, ήταν κυρίως δάσκαλοι, λόγω της ημέρας, και έγιναν περισσότεροι στη θεία λειτουργία, όταν προστέθηκαν σ' αυτούς και οι μαθητές των ελληνικών σχολείων της Πόλnς.
Κι όμως, η όλη ακολουθία απηχούσε μια μοναδική μεγαλοπρέπεια, λιγάκι άγνωστη σ' εμάς, τoυς αµαθείς περί την εκκλησιαστική τάξη, Ελλαδίτες. Οι ψάλτες χωρίς φιοριτούρες επίδειξης, εκτελώντας µε ενάργεια τα παλαιά μουσικά µέλη, οι διάκοι, ο λειτουργός, οι λιγοστοί πιστοί και ο ηλικιωμένος κύριος, ο επίτροπος της εκκλησίας, πρόθυµος να βάζει τον καθένα σε µια θέση στο κεντρικό κλίτος του ναού. Μοναδική παραφωνία οι περαστικοί Έλληνες, με το ακαθόριστο βλέμμα του τουρίστα, άμοιρο της πραγματικής όρασης και ακοής, ανυποψίαστοι για τι ακριβώς τελούνταν εκείνη την ώρα.
Ο Πατριάρχης στο θρόνο, µε την αυστηρή προσήλωση του στην ακολουθία, έμοιαζε μέσα στον κόκκινο μανδύα του, µε τον Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο στην τελευταία λειτουργία της Αγια-Σοφιάς. Μόνον ο συνονόματος του, ο Καβάφnς, θα μπορούσε να δώσει λέξεις για τη μεγαλόφρονα εγκαρτέρηση των Ρωμιών, εκείνων που έμειναν πίσω, λείμματα του «ένδοξού μας βυζαντινισμού».
Ομολογώ ότι με μάγεψε εκείνη n φιγούρα, n ντυμένη στην πορφύρα και στραμμένη απαρέγκλιτα προς το Ιερό Βήμα. Βλέπεις, έχουμε συνηθίσει την εικόνα ενός Πατριάρχη που συναντιέται με ετούτον ή τον άλλον ισχυρό της ημέρας, για να ζητήσει κάτι τις για μια μικρή κοινότητα, που βρίσκεται ανά πάσα στιγμή ένα βήμα πριν να την πατήσει η μπότα της Ιστορίας και την λιώσει, όπως το μεινεσμένο λουλούδι στην άκρη του δρόμου.
Τώρα έχω μπροστά μου την εικόνα μιας μεγαλειώδους εγκαρτέρησης, ριζωμένης απάνω στην απόλυτη πιστότητα στα πάτρια θέσμια. Μια μελαγχολία, όπως η βροχή που έζωνε εκείνη την ώρα τον Κεράτιο, που φεγγοβολάει ωστόσο την ελπίδα της Ανάστασης. «Να έρχεσθε», θα πει ο κ. Βαρθολομαίος, λίγες μέρες αργότερα, ανήμερα της Yπαπαντής από την Καλαμάτα, «διότι η Πόλις είναι το σπίτι μας και το σπίτι σας, το μεράκι, το όραμα και n παρηγοριά μας. Να έρχεσθε δια να βιώνετε το θεότευκτον μεγαλείον και την αρχοντιά της Ρωμηοσύνης». Λίγοι έχουν δει αυτόν τον άρχοντα, τον τελευταίο των από του Κωνσταντίνου επιγενομένων, στην ένδοξη Πόλη που εκείνος έχτισε, να συγκινείται έως δακρύων όταν πρόσθεσε τις λέξεις: «Εάν κάθε εκεί επίσκεψις σας δια σας θα είναι χαρά και ικανοποίησις και μαθητεία, δι ηµάς, που σηκώνουμε την ιστορίαν τόσον πολλών αιώνων, θα είναι ενίσχυσις και υπόσχεσις από σας ότι δεν µας αφήνετε µόνους, χωρίς συµπαράστασιν, χωρίς αλλnλεγγύην, χωρίς ενδιαφέρον για την εστία την πρωτογενή που δεν πρέπει να σβήσει ποτέ.»
Λύγισε άραγε n κορυφή α¬πό το βάρος των πικρών καρπών της Ιστορίας; Άπαγε! Εκείνη n αυστηρή και αγέρω¬χη φιγούρα έβγαλε το καλυμαύχι και κατέβηκε τα σκαλιά του θρόνου για να σταθεί µε σκυμμένο το κεφάλι μπροστά στα Άγια. Εάν πιστεύουμε στην Ανάσταση, πρώτος πρέπει να πεθάνει ο σπόρος, η εκλεκτή μερίδα.
Όσοι κατακρίνουν µε τα κριτήρια του τηλεοπτικού χωριού, μέσα σ' ένα κούφιο φαίνεσθαι, ίσα-ίσα για να ακουστούν στα όρια αυτού του χωριού ή όσοι συνωθούνται για μια φωτογραφία και βλέπουν στον Πατριάρχη μια οιονεί μηχανή δημοσίων σχέσεων, είναι αδύνατο να γονατίσουν μπροστά σ' αυτή την εικόνα του μεγαλείου της Πόλης.
Όταν τέλειωσε η λειτουργία έγινε το μνημόσυνο των «ιδρυτών, ευεργετών, εφόρων, σχολαρχών, καθηγητών, διδασκάλων, επιμελητών και μαθητών τη Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολής», που ιδρύθηκε αμέσως μετά την Άλωση, από τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Ο κ. Βαρθολομαίος στητός πάνω στο θρόνο του διάβασε σειρά τα ονόματα των κεκοιμημένων Πατριαρχών, Ιεραρχών, διδασκάλων, κληρικών και λαϊκών που έβαλαν το δικό τους λιθαράκι για να κρατηθεί έως τα σήμερα αναμμένη η λαμπάδα σ’ αυτό το γεραρό πρυτανείο του αιχμάλωτου Γένους. Το μικρό ποίμνιο δεν τον φοβίζει, ούτε τον κάνει να σιγανέψει τη φωνή μπροστά στα δίκηα της Μεγάλης Εκκλησίας: «Το ποτήρι της Πατριαρχικής μας υπομονής ξεχείλισε», θα πει λίγο μετά, αναφερόμενος στη Σχολή της Χάλκης, που μένει κλειστή παρά τις αλλεπάλληλες υποσχέσεις. Κι η φωνή του δυναμώνει, όταν καταγγέλλει το κλείσιμο εδώ και δεκαετίες των ελληνικών σχολείων στην Ίμβρο και την Τένεδο, «κατά βίαιον, μάλιστα, τρόπον και κατά παράφορον παραβίασιν της Συνθήκης της Λωζάννης».
Καθώς η εορτή των Τριών Ιεραρχών στο Φανάρι τέλειωσε, διάβηκα για µία ακόμα φορά την κλειστή πύλη όπου η εστεμμένη τυραννία, που κατήγγειλε ο Ρήγας, κρέμασε τον Πατριάρχη Γρηγόριο. Να περιμένει άραγε και ο Βαρθολοµαίος κάθε ημέρα, μετά το πέρας της λειτουργίας και τη δική του σειρά; Ή μήπως η δική του μοίρα να είναι πιο πικρή και το σκοινί αλλιώτικο, υφασμένο ακόμα και από ελληνικά χέρια.
Δεν ξέρω πώς, αλλά εκείνη την ώρα αντήχησε, μέσα µου από τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου της Αθήνας, παραλλαγμένος ο στίχος: «Μη λησμονείτε τη μοναξιά του Πατριάρχη», παιδιά. Γιατί μετά από τόσα μαθήματα Ιστορίας θα έπρεπε να το έχουμε μάθει ότι η πιο πικρή Άλωση είναι η λησμονιά. Η εγκατάλειψη εκείνων των λί¬γων «ελεύθερων πολιορκημένων», όσων απέμειναν πιστοί πάνω στις ντάπιες της Πόλης, προσδοκώντας το στόλο της ελευθερίας, τον ούριο άνεμο της Ανάστασης.
* Ο Κωνσταντίνος Μπλάθρας είναι Εκδότης – Διευθυντής της εφημερίδας του Κινήματος της Χριστιανικής Δημοκρατίας «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ», όπου δημοσιεύτηκε το άρθρο την Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010 (φύλλο 815).